Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

έχω ανάγκη από

  • 1 нуждаться

    нужд||аться
    несов
    1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:
    \нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·
    2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:
    он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά.

    Русско-новогреческий словарь > нуждаться

  • 2 нуждаться

    -йюсь, -аешься
    ρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•

    нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•

    больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•

    он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•

    нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > нуждаться

  • 3 необходимый

    необходимый αναγκαίος, απαραίτητος* \необходимыйые средства τα απαραίτητα μέσα' самые \необходимыйые вещи τα πιο απαραίτητα ( πράγματα)· мне \необходимыйо... έχω ανάγκη από...необъятный απέραντος, τεράστιος
    * * *
    αναγκαίος, απαραίτητος

    необходи́мые сре́дства — τα απαραίτητα μέσα

    са́мые необходи́мые ве́щи — τα πιο απαραίτητα (πράγματα)

    мне необходи́мо… — έχω ανάγκη από…

    Русско-греческий словарь > необходимый

  • 4 нуждаться

    1) ( терпеть нужду) είμαι φτωχός
    2) (в чём-л.) έχω ανάγκη, χρειάζομαι

    я нужда́юсь в сове́те — έχω ανάγκη από συμβουλή

    Русско-греческий словарь > нуждаться

  • 5 немного

    немного
    нареч в разн. знач. λίγο, ὁλίγον:
    \немного времени λίγο καιρό· \немного времени спустя μετά ἀπό λίγο· \немного раньше λίγο νωρίτερα· \немного меньше κατά τι λιγώτερο· \немного больше λίγο περισσότερο· \немного хлеба λίγο ψωμί· мне \немного ну́жно ἔχω ἀνάγκη ἀπό λίγα πράγματα

    Русско-новогреческий словарь > немного

  • 6 нужда

    нужд||а
    ж
    1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:
    иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·
    2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:
    быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > нужда

  • 7 нужда

    -ы, πλθ. нужды θ.
    1. ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, πενία•

    терпеть -у περνώ φτώχεια, με δέρνει η φτώχεια, φτωχοδέρνω. •

    2. ανάγκη, χρεία•

    без -ы χωρίς (να υπάρχει) ανάγκη•

    у меня нужда в деньгах έχω ανάγκη χρημάτων•

    испытывать -у в деньгах υποφέρω από αναπαραδιά•

    для нужд населения για τις ανάγκες του πληθυσμού.

    3. τάση για αποπάτηση, ανάγκη.
    εκφρ.
    - ы мало кому – λίγο τον ενδιαφέρει•
    - ы нет – δεν υπάρχει ανάγκη, δε χρειάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > нужда

  • 8 любить

    люблю, -любишь, μτχ. ενστ. любящий; παθ. μτχ. ενστ. любимый, βρ: -бим, -а, -о
    ρ.δ. μ. αγαπώ•

    любить мать αγαπώ τη μάνα•

    любить Родину αγαπώ την πατρίδα.

    || ερωτεύομαι. || αρέσω•

    я -блю музыку αγαπώ τη μουσική, μου αρέσει η μουσική•

    я жить -блю θέλω να ζήσω.

    || χρειάζομαι, έχω ανάγκη•

    цветы -ят воду τα λουλούδια αγαπούν το νερό.

    αγαπιέμαι, ερωτεύομαι•

    он с ней -ится уже третий год αυτοί αγαπιούνται πριν από τρία χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > любить

  • 9 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

См. также в других словарях:

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • χρειάζομαι — χρειάστηκα 1. έχω ανάγκη από κάποιον ή από κάτι: Χρειάζομαι λεφτά γι αυτή τη δουλειά. 2. είμαι αναγκαίος, είμαι χρήσιμος: Δε μου χρειάζεται αυτό το βιβλίο. 3. το απρόσ., χρειάζεται υπάρχει ανάγκη: Δε χρειάζεται να μου κάνεις μάθημα. 4. φρ., «Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… …   Dictionary of Greek

  • απορώ — (AM ἀπορῶ, έω) [άπορος] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση 2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι μσν. νεοελλ. εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι αρχ. μσν. (μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος φτωχός, δυστυχισμένος αρχ. 1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης 2. διστάζω… …   Dictionary of Greek

  • κουριώ — κουριῶ, άω (Α) 1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῡν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν. β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.) 2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά +… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιδέομαι — Α έχω ανάγκη από κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδέομαι «έχω έλλειψη, στερούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • κεχρημένως — (Α) επίρρ. ενδεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. τού παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» τού χρῶμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ξυριώ — ξυριῶ, άω (Μ) επιθυμώ να ξυριστώ, θέλω ξύρισμα, έχω ανάγκη από ξύρισμα («ἡ ἀεὶ ξυριῶσα καὶ νεανισκευομένη παρειά», Νικ.Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. μαθητ ιάω)] …   Dictionary of Greek

  • χατέω — Α (επικ. τ.) (σε χρήση μόνον ο ενεστ.) 1. (με απρμφ.) επιθυμώ διακαώς, ποθώ να κάνω κάτι 2. (με γεν. και σπαν. με αιτ.) έχω ανάγκη από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χᾰτέω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghē η οποία εμφανίζει διπλή σημ.:… …   Dictionary of Greek

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»